θώραξ

θώραξ
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Λάρισας (6ος-5ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλος του Πινδάρου. Μαζί με τους εξόριστους Πεισιστρατίδες, είχε προτρέψει τον Ξέρξη να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας. O ίδιος μάλιστα, όπως επίσης οι δύο αδελφοί του, Ευρυπύλος και Θρασύδανος, πολέμησε με το μέρος των Περσών. Μετά την αποχώρηση όμως των Περσών και τη νίκη των Ελλήνων στη Μυκάλη, οι μηδίσαντες αδελφοί τιμωρήθηκαν σκληρά από τον βασιλιά της Σπάρτης Λεωτυχίδη. 2. Λακεδαιμόνιος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Διακρίθηκε στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου υπό τις διαταγές του Καλλικρατίδα, στις επιχειρήσεις στη Λάμψακο (405) και στους Αιγός Ποταμούς (405). Το 404 διορίστηκε από τον φίλο του, Λύσανδρο, αρμοστής στη Σάμο, αλλά λίγο αργότερα κατηγορήθηκε ότι καταχράστηκε δημόσιο χρήμα, καταδικάστηκε στη Σπάρτη και θανατώθηκε.
* * *
θώραξ, -ακος, ὁ (ΑΜ)
ο θώρακας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Θῶραξ — Θώραξ corslet masc nom/voc sg Θῶραξ masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θώραξ — θώρᾱξ , θώραξ corslet masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θωράκοιν — Θώραξ corslet masc gen/dat dual Θῶραξ masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θωράκων — Θώραξ corslet masc gen pl Θῶραξ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θώρακα — Θώραξ corslet masc acc sg Θῶραξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θώρακας — Θώραξ corslet masc acc pl Θῶραξ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θώρακε — Θώραξ corslet masc nom/voc/acc dual Θῶραξ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θώρακες — Θώραξ corslet masc nom/voc pl Θῶραξ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θώρακι — Θώραξ corslet masc dat sg Θῶραξ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θώρακος — Θώραξ corslet masc gen sg Θῶραξ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”